γουλί — το (Μ γουλίν) 1. κοτσάνι, βλαστός τών λάχανων νεοελλ. 1. μικρή, στρογγυλή πέτρα με λεία επιφάνεια 2. φρ. «κουρεύτηκε γουλί» έκοψε εντελώς τα μαλλιά του μσν. είδος τεύτλου, γούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγλίον, υποκοριστικός τ. τού αρχ. άγλις, με αποβολή… … Dictionary of Greek
γούλι — το (Μ γούλον) το ούλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ούλο] … Dictionary of Greek
άγουλος — η, ο [γουλί] (για φυτά) αυτός στον οποίο δεν έχει σχηματιστεί γουλί, κοτσάνι … Dictionary of Greek
γούλα — (I) και γούλη, η (Μ γούλα) στομάχι, κοιλιά νεοελλ. 1. πρόλοβος τών πτηνών, γκούσα 2. οισοφάγος 3. η λαιμαργία 4. σκελίδα σκόρδου 5. φέτα τών κιτρωδών 6. ψίχα τού αμυγδάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. gula]. (II) η (Μ γούλα) [γουλί] είδος τεύτλου νεοελλ.… … Dictionary of Greek
σευκλογούλι — το / σευκλογούλιον, ΝΜ η σαρκώδης ρίζα τού τεύτλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεῦκλον (βλ. λ. σέσκουλο) + γουλί «βλαστάρι» (πρβλ. κοκκινο γούλι)] … Dictionary of Greek
αποσκυθίζω — ἀποσκυθίζω (Α) [σκυθίζω] 1. αφαιρώ το δέρμα της κεφαλής με τις τρίχες, όπως έκαναν οι Σκύθες 2. παθ. κουρεύομαι «εν χρω», γουλί … Dictionary of Greek
γουδί — Συνοικία της Αθήνας, που βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την πλατεία Συντάγματος. Η περιοχή συνδέεται ιστορικά με το κίνημα που πραγματοποίησαν αξιωματικοί της φρουράς της Αθήνας και του ναυτικού, μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, στις … Dictionary of Greek
γουλίζω — και γουλιάζω [γουλί] 1. χτυπώ το χταπόδι σε βράχο ή πλάκα για να γίνει τρυφερό 2. πίνω λίγο υγρό … Dictionary of Greek
γουλίν — το βλ. γουλί … Dictionary of Greek
κοκκινογούλι — το κοινή ονομασία τού εδώδιμου φυτού τεύτλο το ερυθρόφυλλο, αλλ. παντζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινο + γουλί «βλαστάρι, κοτσάνι»] … Dictionary of Greek